περδίκι

περδίκι
Ημιορεινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 440 μ.), στην πρώην επαρχία Ικαρίας του νομού Σάμου. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (28 τ. χλμ., κάτ.), στην οποία ανήκουν άλλοι τέσσερις μικρότεροι οικισμοί, το Πλουμάρι (κάτ., υψόμ. 340 μ.), το Κιόνιο (κάτ., υψόμ. 140 μ.), το Μηλεωπό (κάτ., υψόμ. 220 μ.), το Μονοκάμπι (κάτ., υψόμ. 400 μ.) και η Αγία Κυριακή (κάτ.).
* * *
το / περδίκιον, ΝΜΑ [πέρδιξ, -κος]
υποκορ. τού πέρδικα, περδικάκι
νεοελλ.
1. νεοσσός πέρδικας, περδικόπουλο
2. φρ. «είναι [ή έγινε] περδίκι» — είναι υγιής και σφριγηλός ή ανέρρωσε πλήρως από αρρώστια
αρχ.
1. το φυτό πολύγονο
2. το φυτό ελξίνη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • περδίκι — το 1. μικρή πέρδικα. 2. το μικρό της πέρδικας, περδικόπουλο. 3. μτφ., αυτός που γιατρεύτηκε από αρρώστια: Σε μια βδομάδα έγινε περδίκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πέρδικι — Πέρδιξ partridge masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέρδικι — πέρδῑκι , πέρδιξ partridge masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περδικίτου — περδικί̱του , περδικίτης masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξεπερδικώνω — συνέρχομαι από νόσο, γίνομαι περδίκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + περδίκι] …   Dictionary of Greek

  • Agios Kirykos — Stadtgemeinde Agios Kirykos (1964–2010) Δήμος Αγίου Κηρύκου …   Deutsch Wikipedia

  • Verwaltungsgliederung von Ikaria — Die Gemeinde Ikaria (griechisch Δήμος Ικαρίας) wurde auf Grund des Kallikratis Programms aus den drei Vorgängergemeinden Agios Kirykos, Evdilos und Christos Raches der griechischen Insel Ikaria zum 1. Januar 2011 gebildet. Sie umfasst die… …   Deutsch Wikipedia

  • PERDIX — I. PERDIX Daedali nepos. quem, cum serrae usum primus reperisset, a patruo invidiâ percito ab excelsa quâdam turri ferunt perisset, a patruo invidiâ percito ab excelsa quâdam turri ferunt praecipitatum, deorumque misericordiâ in avem sui nominis… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …   Dictionary of Greek

  • περδίκιον — τὸ, ΜΑ βλ. περδίκι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”